- αγριόχορτο
- αγριόχορτο και αγριοχόρταρο, το γενική ονομασία των σε άγρια κατάσταση λαχανικών που δεν τρώγονται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγρίωμα — το 1. τόπος άγριος και χέρσος, γεμάτος αγριόχορτο, κατάλληλος για βοσκή ζώων 2. εξαγρίωση, εξόργιση 3. εκφοβισμός, τρομοκράτηση, φόβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγριῶ. ΠΑΡ. αγριωμάδα, αγριωμάρα] … Dictionary of Greek
αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… … Dictionary of Greek
αγριοχόρταρο — και αγριόχορτο, το κάθε χόρτο που φυτρώνει μόνο του στους αγρούς και δεν είναι φαγώσιμο … Dictionary of Greek
αμμόχορτο — το αγριόχορτο που φυτρώνει σε αμμώδη εδάφη, αλλιώς βρωμόχορτο, χαμοσκίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + χόρτο] … Dictionary of Greek
βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… … Dictionary of Greek
γαλατίτσα — η [γάλα] αγριόχορτο με γαλακτώδη χυμό, γαλατσίδα … Dictionary of Greek
γαλατσίδα — Φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών. Είναι είδος αφάνας, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ευφορβία η ακανθόθαμνη. * * * η 1. οποιοδήποτε αγριόχορτο με γαλακτώδη χυμό 2. ονομασία διαφόρων φυτών τού γένους τού Ευφορβίου, τιθύμαλλος, φλόμος 3.… … Dictionary of Greek
γαλατόχορτο — το αγριόχορτο με γαλακτώδη χυμό … Dictionary of Greek